- αέριος
- (4oς αι. μ.Χ.).Αιρετικός, φίλος του Ευσταθίου, τον οποίο αργότερα κατασυκοφάντησε με αφορμή τη χειροτονία του σε μητροπολίτη. Ο Α., προφανώς εξαιτίας του φθόνου του για τον Ευστάθιο, δίδασκε ότι το αξίωμα του επισκόπου είναι περιττό και, τονίζοντας τον πνευματικό χαρακτήρα του χριστιανισμού σε σχέση με τον νομικό του ιουδαϊσμού, υποστήριξε ότι οι χριστιανοί δεν έπρεπε να γιορτάζουν το Πάσχα («ου χρη το Πάσχα επιτελείν»). Φρονούσε επίσης ότι οι χριστιανοί δεν ήταν υποχρεωμένοι να νηστεύουν την Τετάρτη και την Παρασκευή, επειδή η συνήθεια αυτή είχε ιουδαϊκή προέλευση, αλλά ούτε και την περίοδο της Μεγάλης Εβδομάδας. Τέλος, κήρυττε την κατάργηση των μνημοσύνων, με τον ισχυρισμό ότι η τέλεσή τους δεν προσφέρει καμιά απολύτως ωφέλεια στον νεκρό.
* * *-ια, -ιο (Α ἀέριος, -ιον και -ιος, -ία, -ιον και ιωνικός τύπος ἠέριος, -ίη, -ιον)ο σχετικός με τον αέρα και ειδικότερα: 1. αυτός που αποτελείται από αέρα, ο αερώδης2. που μοιάζει με αέρα, λεπτός, ελαφρύς, αέρινοςνεοελλ.1. που έχει μεταβληθεί σε αέρα, που έχει αεριοποιηθεί2. (για τον βλαστό φυτού) το ορατό τμήμα τού βλαστού, που βρίσκεται πάνω από το έδαφος3. (για σφήκες) είδος μικρών σφηκών, που κρεμούν τις φωλιές τους στα κλαδιά ψηλών δέντρων4. το ουδ. ως ουσ. το αέριο*μσν.το ουδ. ως ουσ. τὸ ἀέριον το αερικό*, ονομ. φόρου στο Βυζάντιοαρχ.1. ομιχλώδης2. αυτός που βρίσκεται στον αέρα, ο εναέριος (αντίθ. χθόνιος)3. απέραντος, πελώριος4. άσκοπος, ανώφελος, μάταιος5. «Αἰτίοι ἀέριοι», τίτλος συγράμματος τού Δημοκρίτου.[ΕΤΥΜΟΛ. < ἀήρ, ἀέρ-ος + -ιος- το ουδ. τού επιθ. κατά παράλειψη τού ουσ. σώμα (αέριον σώμα) χρησιμοποιήθηκε ως ουσιαστικό, για να δηλώσει τον ομώνυμο επιστημονικό όρο, και επίσης ως απόδοση τού ξενικού gas.ΠΑΡ. νεοελλ. αεριούχος, αεριώδης.ΣΥΝΘ. νεοελλ. αεριαγωγός, αεριοβόλος, αεριογόνος, αεριοδοχεῖο, αεριοειδής, αεριόμετρο, αεριόμορφος, αεριοπαραγωγός, αεριοποιώ, αεριοπροωθούμενος, αεριοστεγής, αεριοστρόβιλος, αεριοσυμπιεστήρας, αεριοταμιευτήρας, αεριοτριβέας, αεριούχος, αεριοφόρος, αεριοφυλάκιο, αεριόφως, αεριοφωτισμός, αεριωθούμενος].
Dictionary of Greek. 2013.